- λαεργής
- λαεργής, -ές (Α)κατασκευασμένος από λίθο.[ΕΤΥΜΟΛ. < λᾶας «λίθος» + -εργής (< ἔργον), πρβλ. λιθο-εργής, μυλο-εργής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… … Dictionary of Greek
λαεργώ — λαεργῶ, έω (Α) [λαεργής] κατεργάζομαι λίθους, είμαι λιθοξόος … Dictionary of Greek
λαεργέι — λαεργέϊ , λαεργής made of stone dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)